- ιππωδης
- ἱππώδηςἱππ-ώδης2конеобразный, подобающий лошади
ἱππωδηστέραν κεφαλέν ἀποφαίνειν Xen. — придавать конской голове более правильную форму
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἱππωδηστέραν κεφαλέν ἀποφαίνειν Xen. — придавать конской голове более правильную форму
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιππώδης — ἱππώδης, ες (ΑΜ) [ίππος] όμοιος με ίππο … Dictionary of Greek
ἱππώδη — ἱππώδης horse like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἱππώδης horse like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἱππώδης horse like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππῶδες — ἱππώδης horse like masc/fem voc sg ἱππώδης horse like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ἱππωδεστέραν — ἱππωδεστέρᾱν , ἱππώδης horse like fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)